- σείνιοι
- σείνιοι τόποι, prob.A winnowing floors, PStrassb.45.11 (iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σείνιοι — οἱ, Α φρ. «σείνιοι τόποι» τόποι κατάλληλοι για το κοσκίνισμα τών σιτηρών. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τη λ. σινίον* / σεινίον «κόσκινο»] … Dictionary of Greek